φλοιώδους

φλοιώδους
φλοιώδης
like rind
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλατοκορτικοειδής — ές προϊόν τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων (κορτικοειδές) με δράση στα ανόργανα άλατα τού οργανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mineralocorticoid < mineral, «ορυκτό» + corticoid «κορτικοειδής»] …   Dictionary of Greek

  • κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… …   Dictionary of Greek

  • σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • υπεραλδοστερονισμός — ο, Ν ιατρ. υπερέκκριση αλδοστερόνης από τα κύτταρα τής σπειροειδούς ζώνης τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperaldosteronism < hyper (< υπερ *) + aldosteron (πρβλ. αλδοστερόνη) + κατάλ. ism …   Dictionary of Greek

  • υπερφλοιισμός — ο, Ν φρ. «υπερφλοιισμός επινεφριδίων» ιατρ. υπερλειτουργία τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων, αλλ. υπερεπινεφριδισμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,πρβλ. αγγλ. hypercorticalism < hyper (υπερ * + corticalism (< cortical < cortex… …   Dictionary of Greek

  • υποαλδοστερονισμός — ο, Ν ιατρ. μειωμένη έκκριση αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια, που εμφανίζεται επί πρωτοπαθούς ανεπαρκείας τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων και συνοδεύεται κατά κανόνα από μείωση τής έκκρισης υδροκορτιζόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,… …   Dictionary of Greek

  • φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • φλοιοεπινεφριδικός — ή, ό, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλοιώδη ουσία τών επινεφριδίων 2. φρ. α) «φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια παραγωγής ορμονών τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων, πρωτογενής ή δευτερογενής β)… …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”